μαίευση

μαίευση
[-ις (-εως)] η помощь при родах

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαίευση" в других словарях:

  • μαίευση — η (Α μαίευσις) [μαιεύω] το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μαιεύσῃ — μαιεύσηι , μαίευσις delivery of a woman in child birth fem dat sg (epic) μαιεύομαι serve as a midwife aor subj mp 2nd sg μαιεύομαι serve as a midwife fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… …   Dictionary of Greek

  • μαίωσις — μαίωσις, ἡ (Α) [μαιούμαι] μαίευση …   Dictionary of Greek

  • μαιεία — μαιεία, ἡ (Α) [μαιεύομαι] το έργο τής μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»